- στόλοκρος
- -ον, Α1. φαλακρός2. άξεστος3. (για γίδα) αυτή που δεν έχει κέρατα αλλά μικρά εξογκώματα («ταύτας δὲ καὶ στολόκρους ἔλεγον τὰς αἶγας», Ησύχ.)4. το ουδ. ως ουσ. τὸ στόλοκρονα) εξόγκωμα στα μικρά ζώα που αναπτύσσεται σε κέρατοβ) κεφαλόδεσμος, κορδύλη* («στόλοκροντὸ ἐν τῇ κεφαλῇ συνεστραμμένον», Φώτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Το β' συνθετικό τής λ. θα μπορούσε να αναχθεί στη ρίζα τού κέρας (πρβλ. δίκροος / δίκρος). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. σκόλλυς «τρόπος κουρέματος» και έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ. *σκόλο-κρος, με ανομοίωση τού πρώτου -κ- σε -τ- (πρβλ. σκόλλυς, σκολύπτω)].
Dictionary of Greek. 2013.